σιδόεις

σιδόεις
-εσσα, -εν, Α
αυτός που προέρχεται από τη σίδη, τη ροδιά, ή ο όμοιος με τη σίδη («σιδόεν καρπεῑον», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδη «ροδιά» + κατάλ. -όεις*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σιδόεντι — σιδόεις of the pomegranate masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδόεντος — σιδόεις of the pomegranate masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιδούς — Αρχαία οχυρή πόλη της Μεγαρίδας, στον κόλπο των Κεχρεών. Ήταν χτισμένη μεταξύ Κρομμυώνα και Ισθμού και σε μικρή απόσταση από το Σουσάκι. Η πόλη αυτή ήταν επίνειο της Μεγαρίδας και της Κορίνθου. * * * ο / Σιδοῡς, οῡντος, ΝΑ, και ασυναίρ. τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”